σύνοικος

σύνοικος
ο , η сосед, -ка по дому

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "σύνοικος" в других словарях:

  • σύνοικος — dwelling in the same house with masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σύνοικος — η, ο / συνοικος, ον, ΝΑ, και αττ. τ. ξύνοικος, και επιγρ. σύνFοικος, A (το αρσ. και θηλ. και ως ουσ.) αυτός που συγκατοικεί, που διαμένει μαζί, συγκάτοικος νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ζωολ. α) καθένας από τους οργανισμούς που συμβιώνουν σε συνοίκηση… …   Dictionary of Greek

  • σύνοικος — η, ο αυτός που κατοικεί μαζί με άλλον: Διαταράχτηκαν οισχέσεις ανάμεσα στους Έλληνες και στο σύνοικο στοιχείο, τους Τούρκους, μετά την τουρκική εισβολή στην Κύπρο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξύνοικος — σύνοικος , σύνοικος dwelling in the same house with masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνοίκω — σύνοικος dwelling in the same house with masc/fem/neut nom/voc/acc dual σύνοικος dwelling in the same house with masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σύνοικον — σύνοικος dwelling in the same house with masc/fem acc sg σύνοικος dwelling in the same house with neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνοίκοις — σύνοικος dwelling in the same house with masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνοίκου — σύνοικος dwelling in the same house with masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνοίκους — σύνοικος dwelling in the same house with masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνοίκων — σύνοικος dwelling in the same house with masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνοίκῳ — σύνοικος dwelling in the same house with masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»